- ἀνασύρονται
- ἀνασύ̱ρονται , ἀνασύρομαιpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… … Dictionary of Greek
λεμβαρχείο — το περιοχή τών πολεμικών ναυστάθμων όπου προσορμίζονται οι λέμβοι ή ανασύρονται στην ξηρά και όπου επίσης υπάρχει μικρό συνεργείο πρόχειρων επισκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβαρχος. Η λ., στον λόγιο τ. λεμβαρχεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην… … Dictionary of Greek
νόρια — η ανυψωτικό μηχάνημα το οποίο χρησιμεύει στην άντληση νερού και αποτελείται από σειρά κάδων οι οποίοι συνδέονται ο ένας με τον άλλο και βυθίζονται διαδοχικά στο νερό, ενώ ανασύρονται με τη βοήθεια κλειστής αλυσίδας που περιστρέφεται γύρω από δύο… … Dictionary of Greek
βυθομετρική βολίδα — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των θαλασσών. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού έγινε αναγκαίος από τις αρχές της ναυσιπλοΐας για να αποφεύγεται η προσάραξη των πλοίων. Επίσης, η χρήση της β.β. μας βοηθά να γνωρίσουμε τη… … Dictionary of Greek
συνειρμός — ο 1. (ψυχολ.), σύνδεση των παραστάσεων στη συνείδησή μας έτσι που, μόλις ανακληθεί στην επιφάνεια της συνείδησής μας η μία από αυτές, να ανασύρονται και οι άλλες: Η αντίθεση δύο παραστάσεων, σύμφωνα με τους νόμους του συνειρμού, διευκολύνει την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)